σαπραιμία
Смотреть что такое "σαπραιμία" в других словарях:
σαπραιμία — η, Ν παλαιότερος όρος για τη σηψαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sapremia < σαπρός + αίμα] … Dictionary of Greek
σαπραιμία — η, Ν παλαιότερος όρος για τη σηψαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sapremia < σαπρός + αίμα] … Dictionary of Greek